- γιάμπολη
- η , γιάμπολι τό лакричник, лакрица (растение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιάμπολη — και διάμπολη, η κν. Ονομασία τού φυτού Γλυκύρριζα η άτριχος (γλυκόρριζα) … Dictionary of Greek
γιάμπολη — η το φυτό γλυκόριζα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… … Dictionary of Greek
φιάμπολη — η, Ν το φυτό γλυκόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού φυτού γλυκόρριζα ή γλυκύρριζα, που σε πολλές περιοχές είναι γνωστό και ως γιάμπολη, πιθ. από την ονομ. της πόλης Ὑάμπολις τής Ανατ. Ρωμυλίας, η οποία ονομαζόταν στα Τουρκικά Γιαμπολού και στην… … Dictionary of Greek
γλυκόριζα — η είδος φυτού που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, η γιάμπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)